«Και επέβαλε Κύριος ο Θεός έκστασιν επί τον Αδάμ, και εκοιμήθη· και έλαβε μίαν εκ των πλευρών αυτού και έκλεισε με σάρκα τον τόπον αυτής.»
Γένεση, κεφ. 2, 21
Το παραπάνω εδάφιο, κατά μια θεώρηση, κάνει αναφορά στην πρώτη επιτυχημένη χορήγηση γενικής αναισθησίας για χειρουργική επέμβαση. Όμως στην πράξη, μέχρι τον 19ο αιώνα (εποχή προ χορήγησης αιθέρα) οι χειρουργικές επεμβάσεις πραγματοποιούνταν υπό τις οδηγίες ιατρών της εποχής, χωρίς ικανή αναισθησία, από χειρώνακτες προερχόμενους συχνά από τον επαγγελματικό χώρο των κουρέων και των εκδοροσφαγέων, που ήταν κατά τεκμήριο ικανοί στα ξυράφια και τον ταχύτατο τεμαχισμό σάρκας. Οι ασθενείς ήταν δικαίως εξαιρετικά απρόθυμοι, σε απόγνωση ή ετοιμοθάνατοι, για να δεχθούν να υποστούν την αγωνία και τον ανείπωτο πόνο του χειρουργείου. Θεμελιώδη αλλά όχι ικανό ρόλο για την επιτυχία της χειρουργικής επέμβασης έπαιζαν χειροδύναμοι βοηθοί, που ως μπράβοι ακινητοποιούσαν τον ταλαίπωρο ασθενή με λουριά, κατά τη συνήθως σύντομη σε διάρκεια επέμβαση!
Προφανώς λοιπόν, η ανάγκη για διεγχειρητική καταστολή της αισθητικότητας προϋπήρχε και πριν το 1846, χρονιά της επιστημονικής επίδειξης των αναισθητικών ιδιοτήτων του αιθέρα, η οποία έθεσε τα θεμέλια της σύγχρονης αναισθησίας, εξανθρώπισε τις χειρουργικές επεμβάσεις και εκτόξευσε την εξέλιξη της χειρουργικής. Η ικανοποίηση της ανάγκης αυτής ιστορικά συμβάδιζε και καθόριζε σε μεγάλο βαθμό το είδος των όποιων χειρουργικών επεμβάσεων μπορούσαν να πραγματοποιηθούν τότε.
Υπάρχουν ιστορικές αναφορές και έμμεσες ενδείξεις από τα βάθη της αρχαιότητας, για μεγάλη ποικιλία μεθόδων που έχουν χρησιμοποιηθεί για αναισθησία, αναλγησία ή κάποιας μορφής καταστολή. Ήδη, από την εποχή του Ιπποκράτη γίνεται αναφορά στην έννοια της αναισθησίας, περιγράφοντας την απώλεια συνείδησης και αντίληψης πόνου, ως απότοκο λιποθυμίας ή κώματος. Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης αναφέρουν τον όρο αναισθησία, προσδίδοντας του όμως περισσότερο φιλοσοφική έννοια. Ο πρώτος που αναφέρει τον όρο αναισθησία, ως απότοκο φαρμακευτικής επίδρασης (χορήγηση κρασιού μανδραγόρα), είναι ο Διοσκουρίδης τον 1ο μ.Χ. αιώνα.

Ευρήματα ανασκαφών στην κάτω Μεσοποταμία απεικονίζουν την παπαρούνα του οπίου, που οι Σουμέριοι ονόμαζαν «φυτό της χαράς». Από αυτούς πήραν το όπιο οι Ασσύριοι και μετά οι Αιγύπτιοι. Οι αρχαίοι Κρήτες λάτρευαν την παπαρουνοστεφανωμένη Θεά των Μηκώνων. Το 1659 ο χημικός Robert Boyle χορηγεί για πρώτη φορά όπιο ενδοφλέβια, σε σκύλο. Οι Βαβυλώνιοι χρησιμοποιούσαν υοσκύαμο (γερούλι, μηλόχορτο, χοιροκουκιά) για τον πονόδοντο. Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν διάφορα εκχυλίσματα βοτάνων με αναλγητικές και καταπραϋντικές ιδιότητες (όπιο, μανδραγόρα, κώνειο, φλοιό της ιτιάς, ελλέβορο, μπελαντόνα, υοσκύαμο κ.α.). Στην Οδύσσεια, η Κίρκη αναφέρεται να κάνει χρήση μανδραγόρα και διαβολόχορτου (στραμώνιο) – φυτών πλούσιων στο παραισθησιογόνο κατασταλτικό σκοπολαμίνη – για να μεταμορφώσει τους άνδρες του Οδυσσέα σε χοίρους. Το 600 π.Χ., ο ινδός Sushruta χρησιμοποιεί ατμούς κάνναβης για χειρουργική καταστολή. Μετέπειτα, στην Ινδία αλλά και στην Κίνα χρησιμοποιείται και το στριγγλόχορτο (aconitum). Τα εκχυλίσματα φαρμακευτικών βοτάνων διαλυμένα συνήθως σε κρασί, για να δράσουν, είτε πίνονται, είτε εισπνέονται από διαποτισμένα σφουγγάρια.
Εκτός από βότανα με αναισθητικές ιδιότητες, στο μαντείο των Δελφών πιθανολογείται πως μεταξύ άλλων, η Πυθία εισέπνεε αιθυλένιο στις τελετές των χρησμών. Οι Ίνκας μασούσαν φύλα κόκας και μεταξύ άλλων, αφού ανακάτευαν το παραγόμενο σάλιο με φυτική στάχτη, τα εναπόθεταν σε πληγές για ανακούφιση του πόνου.
Επίσης, υπάρχουν αναφορές σε μη φαρμακευτικές μεθόδους. Σύμφωνα με ιδεογραφίες (pictographs) σε κόκαλα και καβούκια χελωνών, η βελονοθεραπεία και η αναλγησία με τριβή στο δέρμα αναμμένων ινών από αψιθιά (moxibustion) εξασκούνταν κατά τη δυναστεία των Shang στην Κίνα. Άλλα ευρήματα (λεπτές λίθινες βελόνες), χρονολογούν την άσκηση βελονοθεραπείας ήδη από το 6.000 πχ. Οι Αιγύπτιοι και οι Ασσύριοι χρησιμοποιούσαν την συμπίεση των καρωτίδων για να προκαλούν «λιποθυμία», σε περιτομές και εγχείρηση καταρράκτη. Επίσης, χωρίς μεγάλη επιτυχία έχουν χρησιμοποιηθεί πιο πρόσφατο μαγνήτες και τεχνικές ύπνωσης.

Ανεπίσημες εκδοχές για τους πρωτοπόρους της γενικής αναισθησίας πριν το 1846, αναφέρουν τον κινέζο Hua Τuo το 2ο μΧ αιώνα, με το πόσιμο αλκοολικό διάλυμα βοτάνων δικής του επινόησης, που ονόμαζε mafeisan και τον ιάπωνα Hanaoka Seishū, που εμπνευσμένος από τον Hua Tuo, περίπου το 1800 μ.Χ. εξέλιξε ένα ανάλογο διάλυμα, το tsūsensan, που σε μερικές ώρες επέφερε κατάσταση απώλειας αισθήσεων ικανής για πραγματοποίηση, όπως έδειξε, μερικής μαστεκτομής.
Η ανακάλυψη του αιθέρα (Valerius Cordus, 1540), του διοξειδίου του άνθρακα (Joseph Black, 1754) και του υποξείδιου του αζώτου (Joseph Priestley, 1772) και ο πειραματισμός με αυτά τα αέρια είχαν αναδείξει τις αναισθητικές τους ιδιότητες πολύ πριν το 1846. Όμως θα έπαιρνε μερικά ακόμα χρόνια για να συνειδητοποιηθεί πλήρως η κλινική χρησιμότητά τους.
Σε επόμενη ανάρτηση θα ασχοληθούμε με τα ορόσημα της σύγχρονης αναισθησίας.